Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Η περίπτωση της Ραγούζας, (σημερινό Ντουμπρόβνικ - Κροατία), κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, 15ο και 16ο αιώνα.



Η κατάσταση των ευρωπαϊκών λαών που είχαν κατακτηθεί ή αποκοπεί από την οθωμανική προώθηση κατά την διάρκεια του 15ου και 16ου αιώνα, παρουσίαζε πολλές διαφοροποιήσεις οι οποίες είχαν να κάνουν ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Πολύ μακρινές ή το πιο πιθανόν απρόσιτες περιοχές της βαλκανικής, δεν είχαν υπαχθεί ποτέ σε άμεση οθωμανική διακυβέρνηση ή αποικισμό, διατηρώντας κατά κάποιον τρόπο την αυτονομία τους, έχοντας παράλληλα όμως την υποχρέωση να πληρώνουν φόρο ή να εκτελούν κάποιου είδους ειδικών υπηρεσιών προς την οθωμανική κυβέρνηση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταξύ των κρατών αυτών υπήρξε η Δημοκρατία της Ραγούζας, το σημερινό Ντουμπρόβνικ.
Αποτελούσε, μια τυπική ιταλική, μέσου μεγέθους, εμπορική κοινότητα, τοποθετημένη στην Αδριατική πλευρά της βαλκανικής Χερσονήσου.
Η οικονομία της Ραγούζας, κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, στηρίζονταν στην οργάνωση της ανταλλαγής βιομηχανικών προϊόντων της Ευρώπης με δημητριακά, δέρματα, μεταλλεύματα αλλά και δούλους από το εσωτερικό της.
Με την κατάκτηση της Βοσνίας (1463) και της Ερζεγοβίνης (1482) από τους Οθωμανούς, ο εδαφικός χώρος της δημοκρατίας περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό, αναγκάζοντάς την έτσι, να εξαρτάται πλήρως από την «καλή θέληση» του σουλτάνου.  Κατά τα τέλη του 15ου αιώνα η επιβολή ενός σημαντικού ετήσιου φόρου,  ο οποίος ανέρχονταν περίπου στα 12.000-12.500 χιλιάδες δουκάτα, γλυτώνει και εξαγοράζει παράλληλα, την άμεση εισβολή του οθωμανικού στρατού στα έσω της δημοκρατίας. Στο σημείο αυτό να τονίσουμε, πως ο συγκεκριμένος φόρος παρέμενε σταθερός για πολλούς αιώνες, λειτουργώντας πάντα με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησε εξ’ αρχής, δηλαδή την εξαγορά με λίγα λόγια μιας «αυτονομίας», η οποία όπως φαίνεται λειτουργούσε έμμεσα ως προτεκτοράτο της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Πέρα απ’ όλα τα προηγούμενα, η δημοκρατία της Ραγούζας είχε να αντιμετωπίσει τον συνεχόμενο και ζηλόφθονο ανταγωνισμό της Βενετίας, που σε συνδυασμό με την χρόνια πολιτική αστάθεια της βαλκανικής ενδοχώρας έθεταν επανειλημμένα τις επιχειρήσεις της σε κίνδυνο.
Στην πραγματικότητα όμως, η κατάσταση αυτή ήταν ιδιαίτερα βολική για τους Οθωμανούς, αφού οι κάτοικοι της Ραγούζας αποδείχτηκαν σπουδαίοι επιχειρηματίες. Οι ίδιοι, απ’ ότι φαίνεται, έδιναν ζωή σε όλη την οικονομία των Βαλκανίων, διοικώντας τις σπουδαιότερες οικονομικές κοινότητες στη Νύσσα, στο Νόβι Παζάρ και στα Σκόπια, ενώ αναλάμβαναν και επί το πλείστων την διεκπεραίωση υπηρεσιών για τις οποίες οι Οθωμανοί είτε αδιαφορούσαν είτε υστερούσαν στις ικανότητες.
Οι Ραγουζαίοι μονοπώλησαν το εμπόριο του αλατιού της περιοχής· υπηρετούσαν τον σουλτάνο και τους μπέηδες της Βαλκανικής ως τελωνειακοί υπάλληλοι και εισπράκτορες των φόρων έκαναν εισαγωγή υφαντών από την Ευρώπη και εξαγωγή του ψευδάργυρου της Αλβανίας και του μολύβδου της Βοσνίας στην Ιταλία.
 Κοσμικά και εκκλησιαστικά κοσμήματα που κατασκεύαζαν Ραγουζαίοι τεχνίτες από το χρυσάφι και το ασήμι των σερβικών και βοσνιακών μεταλλείων, εύρισκαν πρόθυμη πελατεία στις αγορές της Ρώμης, της Βενετίας, και της Κωνσταντινούπολης.
Οι κατακτήσεις του Σουλεϊμάν και οι ναυτικοί πόλεμοι του δεκάτου έκτου αιώνος έδωσαν στη δημοκρατία τα οφέλη ενός σύντομου και αβέβαιου χρυσού αιώνος.
 Όταν οι αποικίες των στον Εύξεινο Πόντο κατέρρευσαν και αφανίσθηκαν υπό την τουρκική πίεση, οι Γενουάτες άλλαξαν την επίδοση τους από τη ναυπηγική, στις θαλάσσιες μεταφορές και στις χρηματικές και τραπεζικές επιχειρή­σεις.
 Επίσης , ο εμπορικός στόλος της Βενετίας εξαρθρώθηκε τόσο από τις επιθέσεις των πειρατών αλλά και από την προσπάθεια των παρατεταμένων  ναυτικών επιχειρήσεων. Οι Ραγουζαίοι κάλυψαν αυτό το κενό που δημιουργήθηκε στο διαμετακομιστικό εμπόριο της Μεσογείου. 
Ενώ το εμπόριο των Βενετών είχε παραλύσει κατά τον πόλεμο της Κύπρου (1570-3),περίπου 60 «μεγάλα πλοία» της Ραγούζας πηγαινοέρχονταν μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξάνδρειας, Τριπόλεως, Βηρυτού και Θεσσαλονίκης. Υπήρχαν 250 καταχωρημένοι πλοιοκτήτες και 5000 ναύτες στο λιμάνι κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1580 και 200 εμπορικά πλοία σε δράση. Η Ραγούζα αποτελούσε επίσης ένα αναγκαίο σημείο επαφής και επικοινωνίας μεταξύ της Ευρώπης και της Οθωμανικής Αυτοκρατο­ρίας. Η πόλη ήταν η Αδριατική αφετηρία του δρόμου των καραβανιών που μετέφεραν εμπόρους και διπλωμάτες δια μέσου της Νύσσας, της Σόφιας και της Φιλιππούπολης στην Κωνσταντινού­πολη.
Ραγουζαίοι κατάσκοποι και μυστικοί πράκτορες ανέπτυσσαν μεγάλη δραστηριότητα στον υπόκοσμο της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Κατά τη δεκαετία του 1530, ενώ ένας Ραγουζαίος έμπορος, ο Σεραφείμ Γκούτσετιτς, άρχιζε τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη γαλλο-τουρκική συμφωνία του 1536, ένας άλλος, ο Μαρίνος Ζαμάνια, έστελνε κανονικά εκθέσεις για τις οθωμανικές υποθέσεις στον αυτοκράτορα Κάρολο τον V.
Η ευημερία, που αυτές οι δραστηριότητες έφεραν στην εμπορική και βιομηχανική ολιγαρχία τους, επέτρεψε να διαιωνίσουν την ισχύ τους παγιώνοντας τις κοινωνικές σχέσεις της δημοκρατίας σε ένα πατροπαράδοτο σχήμα.
Σε μια εποχή που οι πόλεις της μητροπολιτικής Ιταλίας σπαράζονταν από συγκρούσεις των τάξεων και είχαν απορροφηθεί στη συγκρότηση περιφερειακών κρατών, η Ραγούζα παρέμεινε μια απολιθωμένη μεσαιωνική κοινότητα της οποίας οι οικονομικές και πολιτικές δραστηριότητες ελέγχονταν από μια ένωση κοινωνικώς αποκλειστικών και εξαιρετικά οργανω­μένων συντεχνιών.

Επιμέλεια σύνταξης κειμένου: Δημπάρης Αναστάσιος
Βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε: Ottomans in Europe, Paul Coles